- κρεμώ
- κρεμάω / κρεμώ, κρέμασα βλ. πίν. 68
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
κρεμῶ — κρεμάννυμι hramjan fut ind act 1st sg (attic epic ionic) κρεμάω hramjan pres imperat mp 2nd sg κρεμάω hramjan pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κρεμάω hramjan pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κρεμάω hramjan pres subj act 1st sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέμω — κρεμάννυμι hramjan pres imperat mp 2nd sg κρεμάννυμι hramjan imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κρεμόω bobbins pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… … Dictionary of Greek
επαρτώ — ἐπαρτῶ, άω (Α) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο 2. απειλώ, φοβερίζω 3. μέσ. ἐπαρτῶμαι α) κρεμώ πάνω ή από πάνω β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού) το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος τού ζυγού … Dictionary of Greek
επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
περιαρτώ — άω, Α 1. κρεμώ κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο (α. «ἐρινά... ἃ περιαρτῶσι ταῑς συκαῑς», Πολυδ. β. «δείξειε περίαπτον ὑπὸ τῶν γυναικῶν τῷ τραχήλῳ περιηρτημένον», Πλούτ.) 2. μέσ. περιαρτῶμαι, άομαι (για πρόσ.) κρεμώ κάτι στο σώμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αναρτώ — (Α ἀναρτῶ, άω) κρεμώ κάτι, στηρίζω κάτι κάπου αρχ. μτφ. 1. εξαρτώ κάτι από κάπου 2. προσηλώνω 3. (μέσ., ώμαι) α. (για εδάφη) προσαρτώ, υποτάσσω σε κάποιον β. κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να ενδιαφερθεί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρτώ… … Dictionary of Greek
κατακρεμάννυμι — (Α) κρεμώ από κάποιο μέρος προς τα κάτω («κάδ δ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek
καταρτώ — καταρτῶ, άω (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῡ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.) 2. προσδένω, προσαρμόζω («χρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.) 3. σωφρονίζω 4. παθ. καταρτῶμαι, άομαι επανέρχομαι στις αισθήσεις μου… … Dictionary of Greek